- χειροέρκτης
- χειρο-έρκτης· χειρουργός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροέρκτης — ὁ, Α βλ. χειρορρέκτης … Dictionary of Greek
χειρορρέκτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο) * + ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο ρρέκτης] … Dictionary of Greek